- αἰσθητικωτέρα
- αἰσθητικωτέρᾱ , αἰσθητικόςoffem nom/voc/acc comp dualαἰσθητικωτέρᾱ , αἰσθητικόςoffem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰσθητικωτέρᾳ — αἰσθητικωτέρᾱͅ , αἰσθητικός of fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικώτερα — αἰσθητικός of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικωτέρας — αἰσθητικωτέρᾱς , αἰσθητικός of fem acc comp pl αἰσθητικωτέρᾱς , αἰσθητικός of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητικωτέραν — αἰσθητικωτέρᾱν , αἰσθητικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)